-
1 охладитель
1. (устройство) το ψυγείο, η συσκευή ψύξηςο ψύκτης2. (среда, вещество) το ψυκτικό μέσον, η ψυκτική ουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > охладитель
-
2 рассол
η άλμη, η σαλαμούρα (ξεν.)холодильный - το (δευτερεύον) ψυκτικό μέσον, το ψυκτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рассол
-
3 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
См. также в других словарях:
ισοβουτάνιο — Οργανική ένωση του τύπου CΉ3CΗ(CΗ3)CΗ3, ισομερής του βουτανίου. Είναι άχρωμο αέριο, έχει σημείο βρασμού –10°C και παρασκευάζεται με αναγωγή του ιωδοϊσοβουτανίου. Χρησιμοποιείται ως ψυκτική ουσία … Dictionary of Greek